- εισαφίημι
- εἰσαφίημι (Α)αφήνω κάτι να μπει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰσαφεῖναι — εἰσαφίημι admit aor inf act εἰσαφίημι admit aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαφιεμένων — εἰσαφίημι admit pres part mid fem gen pl εἰσαφίημι admit pres part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαφιᾶσι — εἰσαφίημι admit pres ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαφιέναι — εἰσαφίημι admit pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαφῆκεν — εἰσαφίημι admit aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαφίεσθαι — εἰσαφίημι admit pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek